- ελαιοκομία
- η (Α ἐλαιοκομία)η καλλιέργεια ελαιόδεντρωννεοελλ.κλάδος τής γεωπονικής που ασχολείται με την καλλιέργεια τής ελιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλαιοκομία — ἐλαιοκομίᾱ , ἐλαιοκομία the cultivation of olives fem nom/voc/acc dual ἐλαιοκομίᾱ , ἐλαιοκομία the cultivation of olives fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαιοκομία — η κλάδος της γεωπονίας, που ασχολείται με τη μεθοδική καλλιέργεια της ελιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοκομικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιοκομία (βλ. λ.): Ελαιοκομικός σταθμός. 2. το θηλ. ως ουσ., ελαιοκομική η ελαιοκομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοκομικός — ή, ό (Α ἐλαιοκομικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιοκομία («ελαιοκομικά προϊόντα») … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… … Dictionary of Greek